- Ροζέττη
- Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου.
Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο (1798-1799) και κατά τη διάρκεια των εργασιών κατασκευής αναβαθμίδων του φρουρίου Ζουλιάν, στην πόλη της Ρ., βρέθηκε μια πέτρα από μαύρο βασάλτη, διαστάσεων όσο περίπου η επιφάνεια ενός τραπεζιού. Ύστερα από μια πιο προσεκτική εξέταση της επιφάνειας αυτής, που είχε υποστεί φθορά από την άμμο της ερήμου, αποκαλύφθηκαν 3 επιγραφές: η πρώτη με δεκατέσσερις αράδες, σε ιερογλυφική γραφή, η δεύτερη με τριανταδύο, σε δημοτική γραφή, και η τρίτη με πενήντα τέσσερις, σε ελληνική γραφή. Από τη μετάφραση της τελευταίας αυτής διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για αφιέρωση του ιερατείου της Μέμφιδας και χρονολογούταν από το 196 π.Χ. Το κείμενό της είναι δεμένο με το πέρασμα των Ελλήνων, ένα ψήφισμα των ντόπιων ιερέων που προσφέρει, εθελοντικά και δουλόπρεπα, την υποταγή τους στον Πτολεμαίο τον E’.
«Επί βασιλείας του Νέου, που κληρονόμησε το βασίλειο του πατέρα του, άρχοντα των στεμμάτων, σκεπασμένου δόξα, που έφερε την τάξη στην Αίγυπτο, του θεοσεβή, του ανώτερου από τους αντιπάλους του, που καλυτέρεψε τη ζωή των ανθρώπων, του άρχοντα των τριακονταετηρίδων, που μοιάζει του μεγάλου Ήφαιστου και είναι βασιλιάς σαν τον Ήλιο, του μεγάλου βασιλιά των πάνω και των κάτω επαρχιών, που γεννήθηκε από τους Φιλοπάτορες θεούς, που τον αγαπάει ο Ήφαιστος και στον οποίο ο Ήλιος έδωσε τη Νίκη, τη ζωντανή εικόνα του Δία, τον γιο του Ήλιου, τον αθάνατο Πτολεμαίο, τον αγαπημένο του Φθα, τον 9o χρόνο, ο Αέτιος, γιος του Αέτιου, αρχιερέας της Αλεξάνδρειας και των θεών Σωτήρων και των θεών Αδελφών και των θεών Ευεργετών και των θεών Φιλοπατόρων και του θεού Επιφάνειου Ευχάριστου, αθλοφόρος της Βερενίκης, και, και, και...».
Η στήλη, που μεταφέρθηκε στο Κάιρο από τα ναπολεόντεια στρατεύματα (πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Ναπολέων είχε φέρει στην Αίγυπτο με την ακολουθία του πολυάριθμους αρχαιολόγους κι άλλους επιστήμονες), κατασχέθηκε ως λεία πολέμου από τους Άγγλους μετά τη ναυμαχία του Αμπουκύρ (1798) και βρίσκεται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο, στο Λονδίνο. Στη Γαλλία όμως είχαν σταλεί, αμέσως μετά την ανεύρεσή της, πολυάριθμα γύψινα εκμαγεία της στήλης, που η τεράστια σπουδαιότητά της αναγνωρίστηκε αμέσως, εξαιτίας του μυστηρίου που έως εκείνη τη στιγμή κάλυπτε την αρχαία αιγυπτιακή γραφή. Πραγματικά, έως εκείνη την εποχή είχαν γίνει πολυάριθμες απόπειρες αποκρυπτογράφησης των ιερογλυφικών και πιο πολυάριθμοι ακόμα υπήρξαν εκείνοι που από αυτή τη στιγμή, παρακινημένοι από το τρίγλωσσο κείμενο του ευρήματος, προσπάθησαν να το αποκρυπτογραφήσουν.
Ξεκινώντας από το τμήμα της δημοτικής γραφής (έναν τύπο γραφής που ανάγεται στον 8o αι. π.X. και που μπορεί να θεωρηθεί μια απλοποίηση της προηγούμενης ιερατικής γραφής και μια εξέλιξη σε τρέχουσα μορφή της ιερογλυφικής γραφής) οι ειδικοί κατάληξαν στην πεποίθηση ότι η αιγυπτιακή γραφή δεν ήταν ιδεογραφική, αλλά χρησιμοποιούσε γράμματα: με βάση την προϋπόθεση αυτή, ο Ζάν-Φρανσουά Σαμπολιόν κατόρθωσε να καταλάβει το «σύστημα» των ιερογλυφικών βοηθούμενος και από την ανεύρεση (1815) του λεγόμενου «οβελίσκου των Φιλών», που περιλάμβανε άλλη μια δίγλωσση επιγραφή. Κατορθώνοντας vα αποκρυπτογραφήσει αρχικά τα ονόματα των βασιλιάδων Πτολεμαίου (στη στήλη της Ροζέττας) και Κλεοπάτρας (στον οβελίσκο των Φιλών) ο Σαμπολιόν ερμήνευσε εκατοντάδες επιγραφών και αποσαφήνισε μια για πάντα το «μυστήριο» των ιερογλυφικών τόσο, ώστε μπόρεσε να γράψει και αιγυπτιακή γραμματική.
Ο Ελληνισμός της Ρ. Στη Ρ. έζησαν παλιότερα αρκετοί Έλληνες. Επισκοπή Ρασσίδος, Βολβιτίνης, Ρηχομηρίου. Από το 813 έχουμε μαρτυρίες της Ορθοδοξίας εδώ· άλλοι τις τοποθετούν στο 640. Η ιστορία τους αριθμεί δέκα αιώνες. Μια μαρτυρία αυθεντική έχουμε στα 1645, όταν έφτασαν εδώ Κρητικοί πρόσφυγες. Ο Ρεθυμνιώτης ποιητής Μαρίνος Μπουνιαλής ο Τζάνες, λέει καθαρά: «Κ’ εφεύγασιν οι Χριστιανοί να πάσινε στην Κρήτη κ’ εκείνοι οπού τους παίρνασι τσι πήγαν στο Ραχήτι». Κρήτη εδώ, είναι ο Χάνδακας –το Ηράκλειο– που πολεμούσε ακόμα τους Τούρκους. Οι Ρεθυμνιώτες πρόσφυγες γι’ αλλού ξεκινήσανε, αλλού τους πήγαν... Είχε τότες εκεί, κι άλλους δικούς μας; Θα είχε». Μια διαθήκη του 1559 μιλάει για την πόλη και τον Ελληνισμό της. Η διαθήκη του «κυρ Κωνσταντίνου Καλλονά του Κρητός» αναφέρει: «και έπεμψεν εις το Ραχίτι τον αδελφόν του και έδωκέ τον τα κάτω». Η διαθήκη αναφέρεται και στον «μισέρ Ντζόρτζη ρτάτζη», και στο «μισέρ Φραντζέσκον τον Καλλέργην», και στο «μισέρ Μικέλη τον Περδικάρη», και τα τρία επίθετα πασίγνωστα στην Κρήτη. Το κείμενο αναφέρει κι έναν άλλο δικό μας, τον Αντώνη του Στεφανή. Ίσως λοιπόν να υπήρχαν εκεί αρκετοί Κρητικοί, γι’ αυτό πήγανε αργότερα και τους πρόσφυγες. Λίγα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους, ο πατριάρχης Παΐσιος πήγε στο Ραχήτι το 1661 να δει τα «κτήματα» του Πατριαρχείου. Αργότερα, ο πατριάρχης Παρθένιος απευθύνει το 1681 «γράμμα κοινόν», για να διαβαστεί στην εκκλησία:
«Άπασι τοις ευσεβέσι και Ορθοδόξοις Χριστιανοίς του εν Ραχιτίω, εντιμότατους άρχουσι, και καραβοκυραίοις, γραμματικοίς των καραβίων, πραγματευταίς, ναυκλήροις τε και λοιποίς ναύταις, συν τοις κατοικούσι χριστιανοίς ρωμαίοις τε και άραψιν. Αυτήν την αγίαν του Χριστού Εκκλησίαν δεόμεθα της υμετέρας αγάπης να ελεήσετε και να βοηθήσετε έργω και λόγω όση δυνάμει περιέστησαν υμίν, τώρα οπού είναι τα χουσμέτια και αι ανάγκαις, ότι αύται αι πέντε Εκκλησίαι οπού ευρίσκονται εδώ εις την Αραβίαν εις τον αγιώτατον Αλεξανδρείας θρόνον, ως μικρός σπινθήρ διαλάμπουσι, ως δράτε πάντες. Εν έτει αχπα, εν μηνί Δεκεμβρίω ιβ. Εγράφη εν Ταμιαθίω και επέμφθη εν Ραχιτίω».
Άλλες μαρτυρίες:
Ο πατριάρχης Γεράσιμος B’, στα 1689, καθαίρεσε τον «εν Ραχητίω πατριαρχικόν επίτροπον Μελέτιον διά δολιότητας και κακάς πράξεις». Στα 1710 ο πατριάρχης Σαμουήλ δανείστηκε χρήματα για να πληρώσει τους φόρους του ναού. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι Έλληνες του Καΐρου γράφουνε του Μεγάλου Πέτρου, ζητούνε βοήθεια. «... Εις δε το Ραχήτιον, διά το μη είναι δυνατόν κτήμα ίδιον εσχηκέναι τινά εκεί ως της γης απάσης εκείνης αφιερωμένης ούσης τω λεγομένω Μεκκέ προσκυνήματι των αλλοφύλων, διά μισθού πολλών χρημάτων κατέχομεν πανδοχείον τι περιέχον καταλύματα πολλά...».
Το 1747, ο πατριάρχης Ματθαίος ανακαινίζει τον ξενώνα του ναού. «Εξωδεύσαμε διά το χάνι του Ραχητίου, εις την οικοδομήν εις τον ιντζαρέ και εις τα τρία χοτζέτια φλωριά 2058». «Έτι εις το αυτό χάνι κατά το 1160, τουρκικόν έτος επληρώσαμεν κιρά (= μίσθωμα), φλωρία 390». «Έτι κατά το τουρκικόν έτος 1173 εξωδεύσαμεν εις το χάνι του Ραχητίου, ήτοι εις την οικοδομήν, εις τον ιντζαρέν 13 χρόνων και εις δυο χοτζέτια της αυτής υποθέσεως φλωρία ζέρια 145». 324 φλωρία σημειώνει κι ο πατριάρχης Κυπριανός πως εξόδεψε κι αργότερα 2295.
Έχουμε ακόμα μια σειρά προσφορές πατριαρχών για τους φτωχούς. Υπάρχουν βέβαια και οι πλούσιοι, αφού όταν ο πατριάρχης Γεράσιμος Γ’ «αφίκετο εκ Κωνσταντινουπόλεως τη 10 Οκτωβρίου 1783 εις Αλεξάνδρειαν, οπόθεν μετά 13 ημέρας διά θαλάσσης έφθασεν εις Ραχήτιον», πέρασε εκεί όλο τον Νοέμβριο «διά την των Χριστιανών ευγένειαν και υποδοχήν». Ο Γεράσιμος, πέθανε μετά πέντε χρόνια στο Ραχήτι, γεγονός που σημαίνει ότι ξαναπήγε εκεί.
Μια άλλη μαρτυρία για τον Ελληνισμό της Ρ. είναι ένα γράμμα του πατριάρχη Ματθαίου Ψάλτη του 1765, που απευθύνεται στον «κυρ Επίτροπον Ραχητίου κυρ Μιχαήλ» και στους παροίκους της πολιτείας «ιερείς, πραγματευτάς, καραβοκυραίους, ναύτας και λοιπούς». Με το γράμμα αυτό έχουμε απτή την αίσθηση μιας «ανθηράς» παροικίας που έσβησε, χωρίς κανείς να νοιαστεί να την ιστορήσει. Και θά ’τανε παροικία ζωντανή, ο πατριάρχης τη νουθετεί για «πολυέξοδα δαπανήματα», για «αταξίας σπατάλης» και «επί ματαίω ταραχάς και θορύβους». Στο πανηγύρι του αγίου Νικολάου, το έθιμο ήτανε να μοιράζουν λουκουμάδες στον ναό, και «ρακή, κρασί, μέλι». Η Εκκλησία δεν ήθελε πια δαπάνες περιττές. Έπρεπε v’ αποταμιεύει για το μέλλον... Κατάργησε λοιπόν τους λουκουμάδες και τ’ άλλα και «η του Αγίου Θεού χάρις και το άπειρον έλεος και η ευχή και η ευλογία της ημών μετριότητος είη μετά πάντων υμών...».
Το 1804, μεγάλες ταραχές στο Κάιρο, αναγκάζουν τον πατριάρχη Παρθένιο B’ να καταφύγει στο Ραχήτι από όπου μπάρκαρε για τη Ρόδο... Αντίθετα, στα 1807, ο πατριάρχης Θεόφιλος έζησε στο Ραχήτι την αποτυχημένη επίθεση των Άγγλων και την περιγράφει με ζωντανά χρώματα. «Οι Βρετανοί», γράφει, «ουδέν δικαίωμα των όπλων ισχυρότερον έχοντες», έπαθαν εδώ πανωλεθρία. Όταν εφύγανε, οι ντόπιοι ξέσπασαν στους ξένους, το πατριαρχείο και το ποίμνιο γνώρισαν δύσκολες ημέρες, ο πατριάρχης έφυγε για τη Σύμη μ’ ένα καράβι «καστελλοριζιώτικον», έπειτα ξαναγύρισε στη Δαμιέττη, επικεφαλής πια ενός «αθλιότατου εν πτωχεία θρόνου».
Μια εκκλησία, του αγίου Νικολάου, ξεχασμένη καταμεσής μιας πολυθόρυβης γειτονιάς, στέκει ακόμα να μιλά τη σκληρή γλώσσα των αψύχων. Ο φύλακάς της είναι ο μόνος Έλληνας του Ραχητιού, κλεισμένος στα ψηλά τείχη που περιβάλλουν τον ναό. Η αναστηλωτική ακαλαισθησία των ευσεβών που είχανε κάποτε ιδρύσει στην Αλεξάνδρεια σωματείο για τον σκοπό τούτο, το Ραχήτιον, παραμόρφωσε τον ναό, έστησε δίπλα του και την άσκοπη πολυτέλεια του παρεκκλησίου του αγίου Χριστοφόρου. Η εικονογράφησή του, οφείλεται στον Δημ. Λίτσα. Υπάρχει επίσης στη Ρ. ελληνικό νεκροταφείο, σκεπασμένο τώρα από την άμμο, αλλά σε τοποθεσία γνωστή.
Κλειδί για την ανάγνωση της ιερογλυφικής γραφής υπήρξε η Στήλη της Ροζέττης, που εικονίζεται εδώ. Είναι χαραγμένη με το ίδιο κείμενο σε τρεις γλώσσες. Δεξιά, ιερογλυφικά από το κείμενο της. Πάνω δεξιά, η λέξη Πτολεμαίος στα ιερογλυφικά (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).
Dictionary of Greek. 2013.